- πυροσωλήνας
- οπυροδοτικό μηχάνημα που είναι προσαρμοσμένο στο βλήμα πυροβόλου όπλου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυροσωλήνας — ο, Ν στρ. πυροτεχνική συσκευή που προκαλεί την έκρηξη τής γόμωσης ορισμένων βλημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + σωλήνας. Η. λ., στον λόγιο τ. πυροσωλήν, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek